- δισύπατος
- δισύπατοςtwice consulmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δισύπατος — δισύπατος, ο (AM) αυτός που χρημάτισε ύπατος δύο φορές μσν. 1. ανώτατο αξίωμα τής αυλής τής Κωνσταντινούπολης 2. δικτάτορας … Dictionary of Greek
Δισύπατος, Δαβίδ — (14ος αι.).Συγγραφέας, ησυχαστής μοναχός και αντιρρητικός θεολόγος. Ήταν γόνος της γνωστής οικογένειας των Δισυπάτων της Θεσσαλονίκης. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη ζωή και το έργο του. Διασώθηκαν μία πραγματεία, ένας λόγος του σχετικός με την… … Dictionary of Greek
δισυπάτοις — δισύπατος twice consul masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισυπάτου — δισύπατος twice consul masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισυπάτους — δισύπατος twice consul masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισυπάτων — δισύπατος twice consul masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισυπάτῳ — δισύπατος twice consul masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισύπατοι — δισύπατος twice consul masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισύπατον — δισύπατος twice consul masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DISSIPATUS seu DISHYPATUS — DISSIPATUS, seu DISHYPATUS in aliquot Chartis Italicis, ubi Richardus Iudex Augustalis Dissipatus, sub Alexio Comneno Imp. et Ioh. fil. Ursi Imperialis Diissipati, sub a. C. 1178. occurrunt: Graece Δισύπατος, dignitas fuit in Imperio CP. de qua… … Hofmann J. Lexicon universale